- δυσθετώ
- δυσθετῶ (-έω) (Α)1. είμαι δυσαρεστημένος για κάτι2. βρίσκομαι σε στενόχωρη κατάσταση3. δυσαρεστούμαι, δυσανασχετώ («ὑπὸ τοῡ ἐκπεπλῆχθαί τε καὶ τῇ τύχῃ ὀργίζεσθαι δυσθετούμενος ἀνέτρεψεν», Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.